- φραδμοσυνη
- φραδμοσύνηἡ разумность, тонкий замысел HH., Hes.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φραδμοσύνη — shrewdness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδμοσύνῃ — φραδμοσύνη shrewdness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδμοσύνη — και φρασμοσύνη, ἡ, Α [φράδμων / φράσμων, όνος] ευφυΐα, επιτηδειότητα … Dictionary of Greek
φραδμοσύνῃς — φραδμοσύνη shrewdness fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδμοσύνῃσι — φραδμοσύνη shrewdness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδμοσύνῃσιν — φραδμοσύνη shrewdness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφραδμοσύνη — ἡ, Α παραίνεση, συμβουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φραδμοσύνη «νόηση, σκέψη»] … Dictionary of Greek
φρασμοσύνη — ἡ, Α βλ. φραδμοσύνη … Dictionary of Greek